- εγκεφαλονωτιαίος
- -αία, -αίο(-ν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό συγχρόνως («εγκεφαλονωτιαίο σύστημα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκεφαλονωτιαίος — α, ο που ανήκει ή αναφέρεται και στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο μυελό μαζί: Εγκεφαλονωτιαίο υγρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek